- ενοφειλομαι
- ἐνοφείλομαιἐν-οφείλομαιявляться (денежным) долгом
(τὸ ἐν τῇ οὐσίᾳ τινὸς ἐνοφειλόμενον ἀργύριον Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ἐν τῇ οὐσίᾳ τινὸς ἐνοφειλόμενον ἀργύριον Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενοφείλομαι — ἐνοφείλομαι (Α) [οφείλομαι] (για χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία) οφείλομαι με ενέχυρο ή υποθήκη … Dictionary of Greek